Κάντε το εικόνα: βρίσκεστε σε μια παραλία, Αύγουστο μήνα, κατά προτίμηση σε ένα ελληνικό νησί. Η θάλασσα λάδι. Ο ουρανός γαλανός κι αστραφτερός. Ο ήλιος να λάμπει και το θαλασσινό αεράκι να φυσά. Και τότε…είναι η στιγμή που αποφασίζετε να κάνετε την βουτιά. Ο καθένας και η καθεμία με μοναδικό στυλ. Άλλοι μπαίνουν κατευθείαν, άλλες σιγά-σιγά, κάποιοι με στολή και εξαρτήματα (μάσκες, βατραχοπέδιλα, σωσίβια, μπρατσάκια κ.α.), κάποιες με αδαμιαία περιβολή, μερικοί μένουν στα ρηχά και μερικές ανοίγονται στα βαθειά. Τι είναι όμως αυτό που μας επιτρέπει να αφεθούμε τελικά στο νερό και να κολυμπήσουμε; Είναι η στιγμή που αναλαμβάνει δράση η άνωση. Στην φυσική, άνωση είναι η δύναμη που μας βοηθά να επιπλέουμε. Πρόκειται για μια δύναμη που μας ωθεί προς τα πάνω. Αντίστοιχα, η ψυχική άνωση αφορά στην ικανότητά μας να «επιπλέουμε» σε ρευστά, μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα. Μια κατάσταση που παραπέμπει στο «ωκεάνειο συναίσθημα» του Φρόυντ και στην ανάδυση του εαυτού ως μιας αισθανόμενης οντότητας. Πρόκειται για την ενδοψυχική δύναμη που μας ωθεί προς τα πάνω και δεν μας αφήνει να βουλιάξουμε, αξιοποιώντας το ίδιο μας το βάρος.
Τι συμβαίνει αλήθεια με τον εαυτό μας την στιγμή που μπαίνουμε στο νερό; Την ώρα που επιπλέουμε, νιώθουμε σα να είμαστε πραγματικά ελαφρύτεροι σωματικά- ίσως τελικά και ψυχικά. Η θάλασσα άλλωστε μας χωράει όλους, όλες και όλα. Μας εμπεριέχει. Η ανακούφιση δε όταν αφηνόμαστε, αυτό το «αχ!» όταν απλωνόμαστε στην απεραντοσύνη της και αναρωτιόμαστε: μα, που πήγε ξαφνικά όλο αυτό το βάρος; Το βάρος της βίας, του πολέμου, της πανδημίας, της κρίσης, της απώλειας, της ανισότητας και της κλιματικής καταστροφής, οι ίδιες οι καθημερινές συνθήκες που (μας) συνθλίβουν, εκείνα τα βάρη υποχρεώσεων και ευθυνών που μας βουλιάζουν, το βάρος του τραύματος που κουβαλούν αρκετές και αρκετοί από εμάς. Πώς αντέχουμε αλήθεια; Πως τα καταφέρνουμε; Ποιές είναι οι δυνάμεις εκείνες που μας συγκρατούν ώστε να μην βουλιάξουμε τελικά;
“Αντίβαρο” σε όλο αυτό αποτελεί ο συντονισμός με το περιβάλλον εκείνο που -όπως η θάλασσα- μας εμπεριέχει, μας συγκρατεί χωρίς να μας περιορίζει, μας αποδέχεται όπως είμαστε, μας επιτρέπει να μπούμε και να αφεθούμε με ασφάλεια ανάλογα με τον ρυθμό, τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας. Χρειάζεται βέβαια πρώτα να μπορέσει κανείς να φτάσει στην παραλία. Και στην συνέχεια, να βουτήξει… Γιατί μόνο όταν μπεις στην θάλασσα και αφεθείς πραγματικά, ενεργοποιείται η δύναμη της άνωσης. Είναι η στιγμή που επιτρέπεις στον εαυτό σου να ελαφρύνει. Τότε, έστω και για λίγο, το σώμα αψηφά την βαρύτητα και η ψυχή τα βάρη της. Το να επιπλέει κανείς είναι ίσως και η απόλυτη βιωματική συνθήκη του ορισμού τη ψυχικής άνωσης. Όλα είναι εκεί ίδια -ο άνθρωπος, το σώμα, τα βάρη, το βάρος- αλλά την ίδια στιγμή βιώνονται εντελώς διαφορετικά. Αυτό συμβαίνει όταν τοποθετούμε τον εαυτό μας-έστω και πρόσκαιρα-σε μια άλλη θέση ή κατάσταση. Ένα είδος ψυχικής μετατόπισης. Κάτι ανάλογο δεν γίνεται άραγε και στην ψυχοθεραπεία;
*Η έννοια της ψυχικής άνωσης (psychological anosis / psychological buoyancy) αποτελεί νεολογισμό, έμπνευσης της κας Αύρας Βαζαίου. Αφορά στην ενδοψυχική ικανότητα να «επιπλέει» κανείς σε ρευστά, μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.